πιθαμάς, τας
Ερμηνεία:
[η πιθαμή, αι πιθαμαί] [η απόσταση του ανοίγματος της παλάμης από το άκρο του αντίχειρα μέχρι το άκρο του μικρού δακτύλου]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.) σπιθαμή < (Όμηρ.) σπιδής, -ής, ές (εκτενής, μακρός) < σπίζω (εκτείνω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|